ωτοπέτης

ωτοπέτης
-όπετες, ΜΑ
αυτός που έχει ωτοειδείς πτέρυγες ή, κατ' άλλους, αυτός που ανοίγει τα αφτιά του σαν φτερά για να ακούσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + -πέτης (< πέτομαι «πετώ», φτερουγίζω»), πρβλ. ὠκυ-πέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”